- μαστῶ
- μαστάζωchewfut ind act 1st sg (attic epic ionic)μαστόςbmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαστῷ — μαστάζω chew fut opt act 3rd sg μαστός b masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστῶι — μαστῷ , μαστάζω chew fut opt act 3rd sg μαστῷ , μαστός b masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις … Dictionary of Greek
υπεκδέχομαι — Α δέχομαι από κάτω μου («δάμαλις... μαστῷ πόρτιν ὑπεκδέχεται», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκδέχομαι «παραλαμβάνω, δέχομαι, αναλαμβάνω ευθύνη»] … Dictionary of Greek